8.10.13

Για πόσο καιρό θα ανεχόμαστε να μας μιλάνε για τον φόνο εκείνοι που τον έστησαν;



Στρεψοδικία είναι η δικολαβίστικη τακτική κατά την οποία ο κατηγορούμενος, ή ο συνήγορος του, προσπαθεί να παραπλανήσει την δικαιοσύνη υποστηρίζοντας, με δίκαια και ορθά επιχειρήματα, κάποιο ηθικό του πλεονέκτημα που δεν έχει καμία σχέση με την ...
εκδικαζόμενη υπόθεση.

Γράφει ο Παναγιώτης Χατζηστεφάνου

Ο στόχος εκείνου που στρεψοδικεί είναι διττός – αφ’ ενός προσπαθεί να αποπροσανατολίσει την διαδικασία απόδοσης της ποινής που του αρμόζει, αφετέρου να φιλοτεχνήσει για τον εαυτό του ένα ακριβοδίκαιο προφίλ.

Παράδειγμα στρεψοδικίας: κάποιος που κατηγορείται για φόνο δηλώνει στο δικαστήριο πως το θύμα του πουλούσε ναρκωτικά σε ανήλικους. Αμέσως, η δολοφονία αποκτάει την διάσταση της εύλογης αυτοδικίας, μεταμορφώνεται από καταδικαστέα ανθρωποκτονία σε παράβαση που έγινε υπό το καθεστώς ενός δικαιολογημένου βρασμού ψυχής. Ο φονιάς παρουσιάζεται ως ένας άνθρωπος που παρασύρθηκε στιγμιαία, σε μια κατανοητή απώλεια ελέγχου, έρμαιο μιας παρόρμησης που προέκυψε από ένα κοινώς αποδεκτό αίσθημα δικαίου.

Αν και θα έπρεπε να είναι ξεκάθαρο πως ο φόνος είναι ένα ξεχωριστό έγκλημα από εκείνα που διέπραττε το θύμα όσο ήταν εν ζωή, και το καθένα από αυτά τα εγκλήματα αξίζει μια διαφορετική αντιμετώπιση και ποινή, χρειάζεται να απολαμβάνει μιας ιδιαίτερα πεφωτισμένης κρίσης ο δικαστής και οι υπόλοιποι παράγοντες της δίκης ώστε να παραμείνουν ανεπηρέαστοι από την απόπειρα δημιουργίας σύγχυσης που θα δικαιολογούσε, και εν τέλει θα αθώωνε, την δολοφονική αυτοδικία.

Στα πλαίσια ενός τέτοιου υπεραπλουστευμένου παραδείγματος ίσως είναι εύκολο να ξεχωρίσει κανείς σε ποιό σημείο εκτροχιάζεται η λογική και ευθυκρισία της δικαιοσύνης και που αρχίζει η πλάνη της.

Αντίθετα, είναι πολύ δύσκολο να χαίρει κάποιος της ιδιαίτερης συλλογιστικής ψυχραιμίας και της αξιοζήλευτης ηθικής οξυδέρκειας που θα του επιτρέψουν να παραμείνει αδέκαστος ενώ αντιμετωπίζει ένα έγκλημα τόσο περίπλοκο και εκτεταμένο όσο εκείνο που επιχειρεί η Ελληνική άρχουσα τάξη εναντίον ενός λαού που είναι αρκετά αφελής και δουλοπρεπής ώστε να μην την ξεπαστρεύει, όπως και της αξίζει.

Το νήμα της αιμοσταγούς ενοχής της Ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ηγεσίας, και άρα της απόδοσης δικαιοσύνης που της αρμόζει, χάνεται μέσα σε ολοένα και πιο δαιδαλώδεις, αριστοτεχνικά αρχιτεκτονημένους λαβυρίνθους, που περιέχουν άλλους λαβυρίνθους, σε μια διαρκή αλληλουχία και αντικατοπτρισμό.

Αυτοί οι περίπλοκοι διάδρομοι της απώλειας συνείδησης και ηθικής τάξης στην δημόσια ζωή και κοινή γνώμη είναι παραπλανητικά σηματοδοτούμενοι από τα παραισθησιογόνα παροράματα που αντιπαραβάλλουν τα κρατικοδίαιτα Μέσα Μαζικής Λοβοτομής σε οποιονδήποτε αναζητεί διέξοδο από τον κυκεώνα εξαπάτησης.

Ο μοναδικός και πολυποίκιλα επιτεύξιμος σκοπός των εργοστασίων θεάματος είναι η μεθοδική κατεύθυνση της συλλογικής αντίληψης προς αποκαρδιωτικά αδιέξοδα και φρούδες ψευδαισθήσεις. Το κοινό πρέπει να βρίσκεται σε μόνιμη απογοήτευση, απόγνωση, απελπισία, να αισθάνεται αβοήθητο, να επιζητά σωτήρα.

Η ρυμοτομία των υπογείων διαδρομών του παρακράτους είναι σχεδιασμένη περίτεχνα. Ακολουθεί τις δικονομικές και γραφειοκρατικές περιδινήσεις ενός κράτους του οποίου το νομικό καθεστώς έχει δομηθεί με ηθική προτεραιότητα την παροχή καταφυγίου και την υπόδειξη εξόδων κινδύνου για τους πολιτικούς Μινώταυρους. Εκείνοι απαιτούν να τρέφονται με ανθρώπινες σάρκες καθώς θρονιάζονται πάνω σε βολικές δικογραφίες, στοιβαγμένες και σφραγισμένες μέχρι να φανούν χρήσιμες από τους διεφθαρμένους κρατικούς λειτουργούς που απολαμβάνουν την δόλια χάρη των ηγετικών τεράτων.

Οι σκοτεινές γωνίες όπου συναντιούνται το κεφάλαιο, η κυβέρνηση, η δικαστική εξουσία και τα Μ.Μ.Ε είναι εκεί όπου διαπραγματεύονται την ασυλία του το έγκλημα. Όλες οι προαναφερθείσες ομάδες κερδοφορούν ανενόχλητες αφού έχουν εφεύρει ένα καθεστώς ατιμωρησίας το οποίο επιβάλλεται με πράξεις νομοθετικού περιεχομένου, χημικά, ξύλο, στρατόπεδα συγκέντρωσης, ιδιωτικούς και δημόσιους στρατούς που στελεχώνονται από μπράβους κάθε είδους και επικινδυνότητας, μόνο και μόνο για να προστατεύσουν την παρασιτική τους ύπαρξη.

Καλλιγραφικά και περίτεχνα υφασμένη, η ιδρυματοποιημένη δολοπλοκία επιτρέπει στο Πρωθυπουργό Κο Σαμαρά να μιλάει περί θριάμβου εναντίον του κοινοβουλευτικού Ναζισμού.

Όμως, όσο κυβερνάει εκείνος και η παράταξη του, υποβασταζόμενη από κάτι εξευτελισμένα πολιτικά απολειφάδια της προσκολλήσεως, η ΕΡΤ έχει κλείσει αυθαίρετα, για να διαμορφώσει ένα ημι-πειρατικό κανάλι που παρουσιάζει την πραγματικότητα υπό την απόλυτα ελεγχόμενη επιτήρηση τους. Δηλαδή, εν μια νυκτί στήθηκε ένα υπουργείο προπαγάνδας της Νέας Δημοκρατίας. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα, πάντα υπό συγκυβέρνησης Σαμαρά και Βενιζέλου, δέχεται 162 εκατομμύρια ευρώ τον χρόνο από την Ε.Ε. για να αναλαμβάνει ανθρωπομαζώματα και να φυλακίζει, χωρίς δίκη, σε κοντέηνερ-φούρνους, «παράνομους που δεν κατηγορούνται για τίποτε άλλο από το πανανθρώπινο δικαίωμα της μετανάστευσης από εμπόλεμη ζώνη».

Αυτά δεν τα βλέπουν όμως τα Ελληνικά Μ.Μ.Ε., όπως δεν βλέπουν και τις απεργίες, τις διαμαρτυρίες, τις λαοθάλασσες σε συναυλίες, και τις συλλήψεις, όπως αυτές που έγιναν στην Ιερισσό, όπου έχει βουίξει ο τόπος για την φρονηματική δίωξη των κατοίκων που συνελήφθησαν επειδή αγωνίζονταν εναντίον της καταστροφής του περιβάλλοντος λόγω της εξόρυξης χρυσού που γίνεται στην περιοχή τους.

Όχι, αντί να δείχνουν αυτά, τα χολερικά πλέον ιδιωτικά κανάλια δείχνουν καταγέλαστους τηλεορασάνθρωπους να μαθαίνουν έκπληκτοι περί της μαφιόζικης δράσης της Χρυσής Αυγής, ενώ προχτές μόλις υπέθαλπαν ανοιχτά τους Νεοναζί που παραληρούσαν και σκότωναν ανοιχτά. Ξαφνικά πέφτουν από τα σύννεφα οι ιδιωτικοί υπάλληλοι του κου. Μπόμπολα, Βαρδινογιάννη, Ψυχάρη, Κουρή και υπολοίπων, ενώ μέχρι τώρα εξανθρωπίζαν τους μαχαιροβγάλτες και νονούς της νύχτας, και σήμερα κυκλώνουν σαν ύαινες τον φιλικό και οικογενειακό περίγυρο του δολοφονημένου Φύσσα. Ανακαλύπτουν δήθεν σοκαρισμένοι πως οι γειτονιές του Πειραιά και της Αθήνας ζουν εδώ και καιρό υπό καθεστώς παρακρατικού τρόμου, άλλοτε από ένστολες περιπολίες ξυρισμένων και μαυροφορεμένων Χρυσαυγιτών, άλλοτε από «επιτροπές κατοίκων», άλλοτε από διεφθαρμένους αστυνομικούς και άλλους κρατικούς λειτουργούς.
Η παραβατική και προκλητική συμπεριφορά των Ναζιστών στην επαρχία ελάχιστα ακούγεται, αν και από εναλλακτικά διαδικτυακά μέσα μέσα φτάνουν στ’αυτιά μας διάσπαρτες ιστορίες καθημερινής βίας από χωριά και κωμοπόλεις.

Τα πρόσωπα των επιστημονικά καταρτισμένων διαμορφωτών της κοινής γνώμης έχουν πια τον μειλίχια αποστασιοποίηση του κομπέρ, δεν συμμετέχουν καθόλου συναισθηματικά, απλά παρουσιάζουν όποιο καινούριο πρόσωπο συγκεντρώνει ακροαματικότητες – αρκεί φυσικά το θέμα να είναι «το πρόβλημα του Ναζισμού στους δρόμους», μιας και ο Ναζισμός στην βουλή και στην κυβέρνηση δεν είναι προσφιλές ζήτημα για τους ηθοποιούς που υποδύονται τους δημοσιογράφους.

Δεν συζητάει κανείς πια για την φτώχια, την εξαθλίωση, τα κλειστά σχολεία, τα νοσοκομεία που κλείνουν, το γεγονός ότι βρίσκονται σε βουλευτικές και Υπουργικές θέσεις ανερμάτιστοι τυχοδιώκτες, μερικοί εκ των οποίων έχουν παιδεία, κυριολεκτικά, δημοτικού ενώ διά γυμνού οφθαλμού πάσχουν από εμφανέστατες και σοβαρότατες ψυχοπαθολογικές διαταραχές.

Η ρατσιστική ρητορική μίσους εναντίον των μεταναστών και των μειονοτήτων είναι στην ημερησία διάταξη. Οι «ξένοι» είναι «πρόβλημα». Ποτέ δεν είναι «ο τάδε, από εκεί, που ξέρει να κάνει καλά αυτό». Όσοι αντιστέκονται στον ιδρυματοποιημένο Ναζισμό είναι «ελεύθεροι άνθρωποι», μια κατηγορία δηλαδή που ξεχωρίζει από τους υπόλοιπους, που, αυτονόητα, είναι δούλοι ή δουλέμποροι. Ανοιχτά πλέον γίνεται η παραδοχή ότι ζούμε σε εποχή όπου το παζάρι ανθρώπων ανθεί. Να συνηθίσουμε την ιδέα – «οι ελεύθεροι άνθρωποι μπορεί και να σφαχτούν από μέλη εγκληματικής οργάνωσης που εκπροσωπείται στο Ελληνικό κοινοβούλιο».

Και διερωτάται κανείς όταν ακούει τον συνταγματολόγο Κο Κασιμάτη να δηλώνει πως η χώρα τελεί υπό πραξικόπημα από διεθνή τοκογλυφικά καρτέλ σε συνεργασία με ημεδαπούς δωσίλογους: γιατί δεν συζητάει κανείς αυτές τις δηλώσεις? Επειδή ζούμε ως θύματα μιας παρανοϊκής σκευωρίας που προσπαθεί να μας πείσει ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να ασχολούμαστε με οτιδήποτε άλλο στην δημόσια ζωή εκτός από τον Ναζισμό. Συντάξεις, μισθοί, ασφαλιστικά ταμεία, φτώχια, παιδεία, υγεία, τραπεζικά καρτέλ, Τρόικα, στο διάολο να πάνε αυτά τα μικροαστικά – εδώ έχουμε να κάνουμε με φονιάδες, δολοφόνους, παλιανθρώπους!

Το έγκλημα στην Ελλάδα όμως είναι βαθιά ταξικό και αυτή είναι η ουσία της διαπάλης μεταξύ ακροδεξιάς και δεξιάς.
Δεν είναι δυνατόν να επιτρέψει η Ελληνική άρχουσα τάξη την διαχείριση και την ωφέλεια των προϊόντων που προκύπτουν από το οργανωμένο έγκλημα σε κάτι επηρμένους τραμπούκους που την είδαν απόγονοι του Αδόλφου. «Αυτά είναι τραγελαφικά πράγματα, χοντροί μελαμψοί νάνοι και ημίμουρλες σε παράσταση «Οι Ναζιάρες των Πατησίων», αισθητικής επιπέδου Δελφινάριου, θα μας πάρουν με τα γιαούρτια στας Ευρώπας, θα είμαστε πια διεθνώς γελοιοποιημένοι», σκέφτονται οι σοβαρότεροι των Ελλήνων, ενώ οι ισχυρότεροι σκέφτονται «εδώ έχει κονόμα» και σχεδόν μυρίζονται αίμα. Η άρχουσα τάξη, ούτως ή άλλως, στελεχώνοντας τον κρατικό μηχανισμό, έχει το ηθικό δίλημμα της διατήρησης της δημόσιας ειρήνης. Αυτό υποσχέθηκαν στους δανειστές – ήσυχη και αναίμακτη κατοχή. Όπως ξεκίνησε το πραξικόπημα, έτσι πρέπει να παραμείνει – σιωπηλό, μέσω τηλεφώνων από τράπεζες σε πολιτικούς. Οι οποιεσδήποτε ταραχές είναι αντιπαραγωγικές, και πρέπει να πατάσσονται, ει δυνατόν όσο πιο ακαριαία.

Όμως, η Χρυσή Αυγή είναι και το ιδανικό πολυεργαλείο που χρησιμεύει τέλεια για μια εξουσία που επιμένει να καταχράται τον δημόσιο χώρο ενώ έχει παραβεί εντελώς τις υποσχέσεις της. Ο Νεοναζισμός και οι θεαματικές ακροβασίες του μεταξύ φόνου, προσβολής, θράσους, κουτοπονηριάς και ευθείας απειλής είναι ένας τέλειος αντιπερισπασμός για ένα λαό που δεν θέλει άλλο να ακολουθεί τις επιλογές της εξουσίας. Είναι φόβητρο. Μην σας μπερδεύει ότι τους κακολογούν – και ένας ιδιοκτήτης ενός εκπαιδευμένου σκύλου-φονιά θα σας προειδοποιήσει ότι το ζωντανό του δαγκώνει άσχημα, ενώ το έχει εκπαιδεύσει ο ίδιος.

Η ανακοίνωση, η προειδοποίηση και η απειλή απέχουν από την πράξη όσο απείχε μια καφετέρια της γειτονιάς από ένα μαχαίρι που καρφώθηκε παρουσία της αστυνομίας ενώ αυτή «δεν μπορούσε να επέμβει, επειδή είναι πολλοί». Δηλαδή, ομολογείται η αδυναμία του κράτους εν όψει της Ναζιστικών ταγμάτων θανάτου.

Υπάρχουν άνθρωποι στην δημόσια ζωή, δημοσιογράφοι, καλλιτέχνες, εξωπολιτικές ηγετικές μορφές που προκαλούν με την σιωπή τους. Προαλείφονται ή ήδη είναι κορυφαίοι και συντηρούνται με κρατικές επιδοτήσεις, και έτσι δεν ανοίγουν το στόμα τους, ούτε για την εξαθλίωση, ούτε για τις διώξεις μειονοτήτων, μην τυχόν και κλείσει η κρατική στρόφιγγα που τους τροφοδοτεί.

Επιμένουν να προσπαθούν να μας πείσουν ότι το Άουσβιτς των «κέντρων κρατικής φιλοξενίας», ο Ναζισμός δεν υπάρχει, ή υπάρχει ως ένα φαινόμενο αισθητικό ή απλά, αποτελείται από μεμονωμένα περιστατικά παραβατικής συμπεριφοράς – «βία», χωρίς κίνητρο, λες και ήταν μοιραίο, όχι αποτέλεσμα σύγκρουσης αντιμαχόμενων ιδεολογιών, η μία εκ των οποίων αναμφισβήτητα πρεσβεύει την άλογη βία, ενώ η άλλη, σαφώς είναι θύμα της πρώτης. Ο βιαστής και το θύμα, ο φονιάς και ο θύτης, δεν διαφέρουν – είναι απλά ανταγωνιστές, λες και ο Ναζισμός σε σχέση με την δημοκρατία είναι το ίδιο έπαθλο.

Και όμως, ο Ναζισμός και οι αντίπαλοι του διαφέρουν όσο διαφέρει το μίσος από την αγάπη – ο κοινός παρονομαστής των κριτηρίων εκείνων που υποστηρίζουν πως είναι δυο άκρα δεν είναι η δικαιοσύνη των κινήτρων, αλλά η μέθοδος επιβολής. Ακόμα και αν καταδικάζουμε την βία απ’ όπου και αν προέρχεται, θα μάθουμε, ότι ναι, συμπτωματικά βρε παιδί μου, οι Ναζιστές είναι εκείνοι που δέρνουν άσχημα, μαχαιρώνουν, και κάνουν κάθε λογής βρομοδουλειά, και αν θες προσπάθησε να τους σταματήσεις.

Ο Μιχαλολιάκος θα ασκεί, σαφέστατα ανενόχλητος και έχοντας διαρκώς δωρεάν δημοσιότητα, τα πολιτικά του δικαιώματα από τον Κορυδαλλό. Έξω κυκλοφορούν ελεύθεροι άπειροι πλέον υπόδικοι ή συνεργοί μιας εγκληματικής συμμορίας που έχει ανοιχτούς λογαριασμούς με οποιονδήποτε μιλάει γι’ αυτήν και δεν διστάζει να βουλώσει στόματα πληρώνοντας όχι απλά επαγγελματίες δολοφόνους, αλλά εκπαιδευτές επαγγελματιών δολοφόνων όπως φέρεται να είναι ο Ρουπακιάς, φονιάς του Παύλου Φύσσα. Καινούρια απειλή – κυκλοφορούν και οπλοφορούν και σε ψάχνουν, αυτή τη φορά με άδεια από τις αρχές, με τη βούλα του εισαγγελέα, επίσημα πλέον. Κοινώς, μην σου τύχει και βρεθείς σε καμία καφετέρια και βρίζεις κανένα Ναζιστόμουτρο που κλαίγεται στα βρομοκάναλα, γιατί δεν θα ζήσεις. Δεν είδες τι έγινε? Κρατήσαν μέσα μόνο τον τρελό νάνο με το απειλητικό τσαντάκι, τον ανωμαλιάρη γαμίκουλα, και τον γραφικό βαψομαλλιά, οι πιο ζόρικοι είναι όλοι έξω.

Οι καραμέλες περί ανεξαρτησίας της δικαιοσύνης είναι ιδιαίτερα απεχθούς γεύσης. Όλοι μας γνωρίζουμε ότι τίποτε δημόσιου ενδιαφέροντος δεν κινείται σε αυτή την χώρα πριν εξασφαλιστεί η συμφωνία της κυβέρνησης και όσων την υποστηρίζουν. Η υπόθεση Κώστα Σακκά είναι μόνο το πιο διάσημο παράδειγμα ολιγωρίας και αυθαιρεσίας εκ μέρους της δικαιοσύνης που δεν δίστασε να μεροληπτήσει ιδεολογικά και έτσι να καταστρέψει όχι μόνο την υγεία του κατηγορούμενου αλλά να καθηλώνει και εκατομμύρια θεατών, εθίζοντας τους ταυτόχρονα στην εικόνα του Έλληνα πολιτικού μάρτυρα. Το σταρ σύστεμ του τρόμου προσωποποιείται, ο κόσμος βλέπει που καταλήγει κανείς αν έχεις μπλεξίματα με τους ακροδεξιούς.

Τεχνητά, το κοινωνικό βαρόμετρο διατηρείται διαρκώς σε επίπεδα λυσσώδους πυρετού. Η ψυχραιμία μεταφράζεται σε κανονικοποίηση του εγκλήματος και μοιάζει πλέον κλινικά νοσηρή αντίδραση. Η μόνη γενικευμένη και πιθανόν αποδεκτή αντίδραση είναι ένα μούδιασμα, ένα σάστισμα μπροστά σε ένα γενικευμένο ατύχημα. Συμπεριφορές οι οποίες μέχρι πρότινος έβρισκαν χώρο μόνο στο περιθώριο, πλέον ξεσπάνε στο προαύλιο του εισαγγελέα, από αρχηγούς κομμάτων και βουλευτές. Δηλαδή τι χειρότερο μπορεί να συμβαίνει, εύλογα διερωτάται και ο πλέον αγαθιάρης πολίτης όταν πέφτουν μπουνιές και κλοτσιές μεταξύ νταβατζήδων και μαχαιροβγαλτών, και των θυμάτων τους, τη νύχτα, χωρίς κάμερες και μάρτυρες? Και εκεί έρχεται το κυριακάτικο πρωτοσέλιδο και σκυλεύει την εικόνα του νεκρού Φυσσά, και εξηγεί και στον πλέον αφελή – σε σφάζουν.

Ταυτόχρονα, και γύρω από όλα αυτά, καλέσματα εφέδρων καλούν σε «ειρηνικό» πραξικόπημα, πορείες σκορπούν την οργή ενός λαού εξαγριωμένου από την εξαθλίωση και την αδικία, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης δηλώνει ότι παρακολουθείται η επικοινωνία του, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης εκφράζουν κοινή γνώμη που κυμαίνεται από απαξιωτική έως έτοιμη να πάρει τα όπλα.

Ποια απ’ όλα αυτά τα φαινόμενα ευοδωτούν τις προοπτικές αυτής της κοινωνίας?

Ποια από αυτές τις καταστάσεις δεν έχει άμεση σχέση με τις επιλογές της κυβέρνησης?

Για πόσο καιρό θα ακούμε αυτή τη στρεψοδικία?

Για πόσο καιρό θα ακούμε για έναν φόνο, για ένα θύμα, για ένα φονιά και όχι για την μαζική εκστρατεία στην οποία ανήκει αυτή η μάχη, τον πόλεμο εναντίον της Ελλάδας και των Ελλήνων, το πραξικόπημα που σχεδιάστηκε και επιχειρήθηκε σε συνεργασία μεταξύ συγκεκριμένων χρηματοδοτών από την μια και της συγκεκριμένης κυβέρνησης από την άλλη, με διαμεσολαβητή τα μέσα μαζικής ενημέρωσης?

Για πόσο καιρό θα ανεχόμαστε να μας μιλάνε για τον φόνο εκείνοι που τον έστησαν, μεθοδικά, αποσιωπώντας ή αβαντάροντας τις συνθήκες που τον επέτρεψαν?

Μέχρι να σταματήσουμε να παρακολουθούμε το μακάβριο κουκλοθέατρο που παίζεται από ένα καθεστώς που προφανώς είναι εκτός ελέγχου. Και αυτή η παύση συμπεριλαμβάνει ανεξαιρέτως όλες τις μαριονέτες και τους χειριστές τους, επειδή η εξάλειψη του παρόντος καθεστώτος, όσο και της άρχουσας τάξης που κινεί τα νήματα του, είναι τόσο ουτοπική όσο αναγκαία.http://www.iefimerida.gr/

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Γράψτε ελεύθερα την άποψη σας και ότι θέλετε χωρίς ύβρεις.

Συνολικές προβολές σελίδας

facebook