Η Ζωή Κωνσταντοπούλου απαντά στον Βούτση που υποστήριξε ότι δεν αποκαλύπτουν όσα έκανε η Ζωή για να μην σιχαθεί ο κόσμος την αριστερά
Άμεση ήταν η...
απάντηση της Ζωής Κωνσταντοπούλου σε όσα υποστήριξε γι’ αυτήν σε συνέντευξή του σε κυριακάτικη εφημερίδα ο σημερινός πρόεδρος της Βουλής Νίκος Βούτσης.
Σε ένα μακροσκελές κείμενο σχεδόν 3.000 λέξεων η πρώην πρόεδρος της Βουλής χαρακτηρίζει «επίδοξο πλαστογράφο» τον κ. Βούτση, ενώ κατηγορεί τον Αλέξη Τσίπρα ότι «μας διαχειρίσθηκε όλους αριστοτεχνικά και καθ’ όλο το διάστημα της διαπραγμάτευσης διαπραγματευόταν με εμάς και όχι με τους δανειστές, εξερευνώντας τα όρια ή τις αδυναμίες του καθενός, ρίχνοντας δολώματα ή συσκοτίζοντας την κατάσταση, και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη μας και το αίσθημα καθήκοντος» και αποκαλύπτει ότι ο πρωθυπουργός σε κατ' ιδίαν συνάντηση που είχαν στις 9 Ιουλίου, λίγες ημέρες μετά το δημοψήφισμα και λίγες ώρες πριν φέρει το Μνημόνιο στη Βουλή ήξερε ήδη τι θα γίνει.
«Θεωρούσα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο καταβεβλημένο και πανικόβλητο, ενώ η πραγματικότητα απέδειξε ότι ο Τσίπρας προσπαθούσε με έμμεσους τρόπους να προετοιμάσει το έδαφος για αυτό που είχε προσυμφωνήσει και, ταυτόχρονα, να δικαιολογηθεί ενώπιόν μας με πειστικές αφηγήσεις» συνεχίζει τις αποκαλύψεις η Ζωή Κωνσταντοπούλου.
Αφήνει, τέλος, βαρύτατες αιχμές για τον σημερινό πρόεδρο της Βουλής κάνοντας λόγο για «την μοχθηρία και την υποκρισία με την οποία συμπεριφέρθηκε, αντιμετωπίζοντας συντρόφους του ως αντιπάλους και όχι ως συνοδοιπόρους». «Μπορεί ο καθένας να φανταστεί πώς λειτούργησε αυτός ο άνθρωπος ως Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Μπορεί ο καθένας και η κάθε μια να αντιληφθεί γιατί ο κ. Βούτσης είναι ο κατάλληλος για να ξαναφτιάξει «τη Βουλή που ξέρανε», κατά την ρήση Παυλόπουλου» συμπληρώνει.
Ολόκληρη η απάντηση της κυρίας Κωνσταντοπούλου με τίτλο «Ποιος φοβάται την αλήθεια;» έχει ως εξής:
Οι επίδοξοι πλαστογράφοι της ιστορίας δεν μιλούν για τα πραγματικά περιστατικά. Προσπαθούν να ξαναγράψουν την ιστορία γιατί γνωρίζουν την ευθύνη τους. Και προφασίζονται, όπως ο κ. Βούτσης, ότι «παρακαλούν να μην έχουν ενοχές μετά από ένα, δύο χρόνια», ενώ γνωρίζουν ότι συμπράττουν σε ένα προμελετημένο έγκλημα κατά του ελληνικού λαού. Γνωρίζουν την ενοχή τους, ανεξαρτήτως αν δεν έχουν ενοχές.
Διάβασα τη σημερινή συνέντευξη του νέου Προέδρου της Βουλής κ. Βούτση στην Καθημερινή. Αντιπαρέρχομαι το ιταμό ύφος, την παραληρηματική διατύπωση, τον έκδηλο σεξισμό, την προχειρολογία, την ακατάσχετη λασπολογία, το έλλειμμα εαυτού, και μπαίνω στην ουσία:
Ο κ. Βούτσης προσπαθεί να θεωρητικοποιήσει την πολιτική υποκρισία, την πολιτική διπροσωπία, την πολιτική απάτη, την προδοσία του λαού και των συντρόφων, την ένδεια επιχειρημάτων του ιδίου και των συνεργών του και το πλήρες αδιέξοδο στο οποίο οι ίδιοι έχουν οδηγήσει τα πράγματα, με το εφεύρημα ότι υπάρχει δήθεν ένα «καθήκον σιωπής» εκείνων που έχουν υπηρετήσει σε θέσεις ευθύνης σε κρίσιμες ιστορικές στιγμές. «Οφείλουμε να μην μιλάμε», λέει, και νομίζει ότι έτσι εύκολα ξεμπερδεύει με το καθήκον αληθείας, διαφάνειας, λογοδοσίας που η δημοκρατική κοινωνία διεκδικεί να υπηρετείται από τους εκπροσώπους της.
Ως άνθρωπος που πιστεύει βαθιά στην δημοκρατία, στην ισότητα και στη δικαιοσύνη, υποστηρίζω το εντελώς αντίθετο από τον ισχυρισμό Βούτση, που άτσαλα προσπαθεί να κρυφτεί πίσω από το ποδοπατημένο από τον ίδιο και τους λοιπούς παραχαράκτες της ιστορίας φύλλο συκής: οφείλουμε να μιλάμε και να λέμε την αλήθεια. Όχι μετά από δεκαετίες, ως μετά Χριστόν προφήτες. Αλλά την ώρα που γράφεται η Ιστορία. Αυτό το καθήκον αληθείας υπηρέτησα, υπηρετώ και θα υπηρετήσω, από κάθε θέση και με οποιοδήποτε κόστος. Γιατί η πολιτική έχει αξία και σημασία εάν παραμένεις αληθινός. Και χάνει την αξία της όταν μετατρέπεσαι σε κάλπικη δεκάρα (ή κάλπικο ευρώ), που σε παίζουν στα δάκτυλα οι εκπρόσωποι των πάσης φύσεως συμφερόντων.
Σε σχέση με την περίοδο Ιανουαρίου 2015- Σεπτεμβρίου 2015, οι Βούτσης, Τσίπρας και λοιποί προσπαθούν με νύχια και με δόντια να ξαναγράψουν την ιστορία. Το προσπαθούν απαξιώνοντας συστηματικά τους συντρόφους τους απέναντι στους οποίους στάθηκαν λίγοι. Το προσπαθούν και διοχετεύοντας δηλητηριώδη παραπολιτικά σχόλια ή υπαινιγμούς, προκειμένου έτσι να εξευτελίσουν και να εξουδετερώσουν όλους κι όλες εμάς που με τη στάση και τις επιλογές μας αποδείξαμε ότι υπήρχε, όχι μία, αλλά πολλές εναλλακτικές. Και ότι, αντίθετα, ο δρόμος της αχαλίνωτης παράδοσης στην εξουσία και της άνευ όρων υποταγής, που ακολούθησε ο Α. Τσίπρας και το επιτελείο του, παλιό ή όψιμο, φανερό ή άδηλο, δεν ήταν ούτε αποτέλεσε ποτέ εναλλακτική, αφού οδηγεί μαθηματικά στην καταστροφή της κοινωνίας: αυτό αποδεικνύεται περίτρανα σήμερα, που ξεδιπλώνονται όσα εκτρωματικά ψηφίσθηκαν το καλοκαίρι του 2015, όσα δηλαδή αρνηθήκαμε εμείς να νομιμοποιήσουμε και προσπαθήσαμε να αποτρέψουμε.
Πάει πολύ εκείνοι που πρόδωσαν και ποδοπάτησαν την Αριστερά και τους αγώνες αυτού του λαού, για να διατηρηθούν στην εξουσία και να συντηρηθούν ή να αναβαθμισθούν σε θέσεις και οφίκια, να εμφανίζονται ως τιμητές έναντι εκείνων που υπήρξαν συνεπείς και προσπάθησαν με κάθε ρανίδα της ύπαρξής τους να υπηρετήσουν την κοινωνία και τη δημοκρατία.
Πάει πολύ ο κ. Βούτσης να πιάνει στο στόμα του τον Μανώλη Γλέζο, για να «εξομολογηθεί» ότι «δεν τα γνώριζαν οι απέξω, τα κρατάγαμε μέσα μας». Η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ δεν οφείλεται στον κ. Βούτση, αλλά στο ότι πρόσωπα-σύμβολα, όπως ο Γλέζος, κάλεσαν το λαό να συμπράξει σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης και ανατροπής και ότι σε αυτήν την προσπάθεια συνέπραξαν και συμπράξαμε αμέτρητοι που γνήσια πιστέψαμε στην ειλικρίνεια του εγχειρήματος και θελήσαμε να δώσουμε τον εαυτό μας για την επιτυχία του.
«Στην αρχή η Ζωή συμφωνούσε, τυπικά έστω, με την Κυβερνητική γραμμή. Μετά το δημοψήφισμα και μέχρι τις εκλογές ήταν το δραματικό διάστημα. Δηλαδή για 2,5 γεμάτους μήνες η Ζωή έκανε τέρατα και σημεία.»
Α. «Στην αρχή η Ζωή συμφωνούσε, τυπικά έστω, με την Κυβερνητική γραμμή»
«Ξεχνά», μάλλον, ο κ. Βούτσης, ότι ουδεμία «κυβερνητική γραμμή» μου γνωστοποιήθηκε ποτέ, ούτε άλλωστε έγινε γνωστή στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Τα πάντα γίνονταν γνωστά από διαρροές και δημοσιεύματα, χωρίς ποτέ να συζητηθούν στην Κοινοβουλευτική Ομάδα. Η όποια ενημέρωση είχα, προερχόταν από τον Α. Τσίπρα, ο οποίος, όπως αποδείχθηκε, μας διαχειρίσθηκε όλους αριστοτεχνικά και καθ’ όλο το διάστημα της διαπραγμάτευσης διαπραγματευόταν με εμάς και όχι με τους δανειστές, εξερευνώντας τα όρια ή τις αδυναμίες του καθενός, ρίχνοντας δολώματα ή συσκοτίζοντας την κατάσταση, και εκμεταλλευόμενος την εμπιστοσύνη μας και το αίσθημα καθήκοντος.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι στην συνεδρίαση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας στις 25 Φεβρουαρίου 2015 καταψήφισα τη λεγόμενη «συμφωνία» της 20ής Φλεβάρη, εκθέτοντας αναλυτικά τους λόγους της διαφωνίας μου και προτείνοντας μία άλλη στρατηγική, στην οποία συμπεριλαμβανόταν ο λογιστικός έλεγχος του χρέους, η διεκδίκηση των γερμανικών οφειλών, η ενεργοποίηση των ελληνικών αξιώσεων για υποθέσεις διαφθοράς, όπως τα σκάνδαλα Siemens και Λίστας Lagarde - πράγματα, δηλαδή, που αμέσως έθεσα σε έμπρακτη εφαρμογή στον τομέα της αρμοδιότητάς μου, με τον κ. Τσίπρα να προσποιείται ότι στήριζε αυτές τις επιλογές, ενώ, όπως αποκαλύφθηκε, είχε ήδη πουλήσει την υπόθεση της Ελλάδας.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι στις 25/2/2015 μίλησα από το βήμα της Κοινοβουλευτικής Ομάδας εξηγώντας σημείο προς σημείο τις παγίδες και τα προβλήματα της «συμφωνίας της 20ής Φεβρουαρίου» και περιγράφοντας ότι, αν δεν ενεργήσουμε εγκαίρως, θα βρεθούμε τον Ιούνιο με άδεια τα ταμεία και χωρίς επιλογές, ανάλυση που είχα κάνει στον ίδιο τον κ. Τσίπρα το βράδυ του Σαββάτου 21 Φεβρουαρίου 2015 (και στον Γιάνη Βαρουφάκη τηλεφωνικά στις 23 Φεβρουαρίου 2015). Ξεχνά ότι στην ίδια συνεδρίαση, ο Γιάνης Βαρουφάκης, όταν του έθεσα το ερώτημα για ποιο λόγο επιστράφηκαν τα 11,5 δις του ΤΧΣ, από όπου θα χρηματοδοτούνταν μέρος του Προγράμματος της Θεσσαλονίκης, δήλωσε ότι το πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης (που καταρτίσθηκε υπ’ ευθύνη του Γ. Δραγασάκη) ήταν ανεφάρμοστο και, όταν ζήτησα εξηγήσεις από το Γιάννη Δραγασάκη, εκείνος αποχώρησε από την αίθουσα.
«Ξεχνά» ότι ο Αλέξης Τσίπρας είχε έρθει στη συνεδρίαση της 25/2/2015 ζητώντας ονομαστική ψηφοφορία επί της «συμφωνίας», προφανώς έχοντας προδρομολογήσει την προδοσία, κάτι που δυστυχώς δεν το διαγνώσαμε εγκαίρως όσοι δεν συμμετείχαμε σε αυτήν την προδοσία. Ξεχνά, τέλος, ότι διαρκούσης αυτής της συνεδρίασης, ξεκίνησε από την Εφημερίδα των Συντακτών και την Αυγή η ανάρτηση στο διαδίκτυο ανακοινώσεων και δημοσιευμάτων ταύτισής μου με τη Χρυσή Αυγή, δηλαδή η διαδικασία αποδόμησής μου. Διευθυντής της Αυγής ήταν τότε ακόμη ο τότε Κοινοβουλευτικός Εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Ν. Φίλης, ο οποίος επικαλέσθηκε δημοσιογραφικό καθήκον όταν του ζήτησα εξηγήσεις και στη συνέχεια ανέλαβε να εκφωνεί ομιλίες στη γραμμή «Ζωή Κασιδιάρη» του Γ. Πρετεντέρη, χωρίς ποτέ να ανακληθεί στην τάξη από τους υπευθύνους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας Χ. Μαντά και Κ. Αθανασίου, αν και κατ’ επανάληψη τους το είχα ζητήσει.
«Ξεχνά» ο κ. Βούτσης ότι διαφώνησα με την ένταξη της ΠνΠ Λαφαζάνη στο Νομοσχέδιο για την ΈΡΤ και εντεύθεν αποσύρθηκε το αρχικό νομοσχέδιο Παππά και κατατέθηκε χωριστό νομοσχέδιο. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα με τη βροχή τροπολογιών σε δικά του νομοσχέδια και αρνήθηκα να ψηφίσω τις τροπολογίες που εισήχθησαν με καταδήλως αντισυνταγματικό τρόπο. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα με την τοποθέτηση Ταγματάρχη στην ΕΡΤ και δεν τον ψήφισα. «Ξεχνά» ότι διαφώνησα και δεν ψήφισα τη διάταξη που επιτρέπει στην ΕΠΟ να διαλέγει εκείνη τους αθλητικούς δικαστές.
Για όλες αυτές τις επιλογές μου, επικαλούμαι τις δημόσιες τοποθετήσεις μου, αλλά και τις πράξεις μου, οι οποίες είχαν πάντοτε πολιτική αιτιολόγηση. Ουδέποτε έκρυψα τις απόψεις μου, ουδέποτε συμπεριφέρθηκα διπρόσωπα και υποκριτικά (ή, όπως προσπαθεί να με εμφανίσει ο Ν. Βούτσης να «συμφωνώ τυπικά και εν συνεχεία να επιδίδομαι σε τέρατα και σημεία») και μπορώ ανά πάσα στιγμή να αιτιολογήσω κάθε μου επιλογή, ακριβώς γιατί οι επιλογές μου δεν υπαγορεύονταν από κανένα άλλο κίνητρο παρά μόνο το δημόσιο και κοινωνικό συμφέρον και την υπηρέτηση της λαϊκής εντολής, όπως μου υπαγόρευε η συνείδησή μου και όπως επιβάλλεται από το Σύνταγμα.
Γιατί, για κάποιους από εμάς δεν υπήρχαν «δύο διαστήματα, ένα που δεν ήμασταν στην εξουσία κι ένα που ήμασταν στην εξουσία και κάναμε τα αντίθετα από αυτά που λέγαμε προηγουμένως», σύμφωνα με την αντίληψη Βούτση, αλλά ένας ενιαίος αγώνας, από κάθε μετερίζι, από τη θέση της Αντιπολίτευσης όπως από τη θέση της διακυβέρνησης ή της Προεδρίας της Βουλής, ένας αγώνας για την αποκατάσταση της δημοκρατίας στον τόπο μας, την αποτίναξη του μνημονιακού ζυγού, την οικοδόμηση κοινωνικής δικαιοσύνης και την λογοδοσία των υπευθύνων για την καταστροφή της χώρας.
Β. «Μετά το δημοψήφισμα και μέχρι τις εκλογές ήταν το δραματικό διάστημα. Δηλαδή για 2,5 γεμάτους μήνες η Ζωή έκανε τέρατα και σημεία. Συνεδριάσεις που κρατούσαν μέχρι το πρωί, μπούλινγκ, απίστευτα πράγματα που δεν είναι κι αυτά γνωστά…», επικαλείται ο τότε Υπουργός Εσωτερικών και νυν Πρόεδρος της Βουλής, που δεν παραλείπει να με περιγράφει κατ’ επανάληψη ως «τη γυναίκα που είχε απασφαλίσει», σε αντιδιαστολή με τους ώριμους και έμπειρους άνδρες, του Old Boys’ School, τον Παυλόπουλο, τον ίδιο το Βούτση, αλλά και τον Τσίπρα, που «είναι νεότερος από εμάς, αλλά έχει πλέον ψηθεί. Δεν είναι τυχαίο ότι κάναμε και οι τρεις το ίδιο. Η γυναίκα είχε απασφαλίσει…».
Ας μιλήσουμε με παραδείγματα
Ο κ. Βούτσης επιλέγει να μη μιλήσει για τα πραγματικά περιστατικά, γιατί αυτά αποκαλύπτουν τον ρόλο και τον δόλο του καθενός και αποδεικνύουν ποιος έκανε πράγματι bullying, ποιοι είχαν απασφαλίσει, ποιοι βρίσκονταν σε συνεννοημένη υπηρεσία εναντίον της υπηρέτησης της λαϊκής εντολής.
Όταν ο Αλέξης Τσίπρας εξήγγειλε την διεξαγωγή δημοψηφίσματος, από τη θέση της Προέδρου της Βουλής, υλοποίησα όλες τις απαιτούμενες διαδικασίες για να διεξαχθεί η σχετική συνεδρίαση και να ληφθεί απόφαση, μέσα σε δημόσια συνεδρίαση, στην οποία εκφράσθηκαν και τοποθετήθηκαν όλοι. Ήταν η περίφημη συνεδρίαση στην οποία αποχώρησε η Κοινοβουλευτική Ομάδα της Ν.Δ. πρωτοστατούντος το τότε αρχηγού της Α. Σαμαρά ζητώντας να κατέβω από την έδρα της Προέδρου, έχοντας προετοιμάσει στημένο επεισόδιο.
Στην εβδομάδα προ του δημοψηφίσματος, με δημόσιο τρόπο και θεσμικές παρεμβάσεις, έκανα αυτά που επέβαλλε το καθήκον μου ώστε να διαφυλαχθεί το δικαίωμα του ελληνικού λαού να αποφασίσει κυρίαρχα για τη μοίρα του, την ώρα που ο Αντιπρόεδρος της Κυβέρνησης, Υπουργοί, βουλευτές ή Ευρωβουλευτές κρύβονταν ή κατήγγελλαν τον Τσίπρα ή τορπίλιζαν το δημοψήφισμα με δηλώσεις και συνεντεύξεις τους.
Μετά το θριαμβευτικό «ΌΧΙ» του Ελληνικού λαού, έκανα και πάλι το καθήκον μου για να υπηρετηθεί αυτό το ΟΧΙ, που είναι δεσμευτικό για όποιον πιστεύει στη δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία.
Στις 9 Ιουλίου 2015 αργά το απόγευμα προς βράδυ, όταν ο Τσίπρας με κάλεσε στο γραφείο του, με την παρουσία Βούτση-Φλαμπουράρη, για να μου ανακοινώσει ότι θα φέρει με διαδικασία κατεπείγοντος «εξουσιοδότηση συμφωνίας» στα αγγλικά, την οποία μου επέδειξε, του δήλωσα τη διαφωνία μου και προσπάθησα επί 2ωρο να του εξηγήσω ότι αυτό αποτελούσε ευθεία παραβίαση του αποτελέσματος του δημοψηφίσματος και καίρια αποδυνάμωση της διαπραγματευτικής θέσης της χώρας. Εμβρόντητη άκουσα τον Τσίπρα να λέει, ενώπιον των Βούτση και Φλαμπουράρη, οι οποίοι παρέμεναν σιωπηλοί, ότι «μόνο μια Κυβέρνηση Εθνικού Σκοπού ή μια Δικτατορία» μπορεί αντεπεξέλθει στην κατάσταση.
Ζήτησα τότε από τον Α. Τσίπρα να μιλήσουμε οι δυο μας, κάτι που ο ίδιος δεν ήθελε, αλλά στο οποίο οι Βούτσης-Φλαμπουράρης συγκατένευσαν και αποχώρησαν. Εις μάτην προσπάθησα να τον αποτρέψω από το να φέρει το προσχέδιο συμφωνίας, που αποτέλεσε και ταφόπλακα, την επόμενη ημέρα. Εις μάτην προσπάθησα να του εμφυσήσω αυτοπεποίθηση και δημοκρατικό φρόνημα, την ώρα που ο ίδιος μου ανέλυε ότι «δεν πιστεύει ότι θα υπάρξει συμφωνία, αλλά θέλει, με την εξουσιοδότηση, να εξαντλήσει τη δυνατότητα να δείξει καλή θέληση, ώστε να είναι σαφές ότι φταίνε οι δανειστές που δεν υπήρξε συμφωνία». Θεωρούσα ότι είχα μπροστά μου έναν άνθρωπο καταβεβλημένο και πανικόβλητο, ενώ η πραγματικότητα απέδειξε ότι ο Τσίπρας προσπαθούσε με έμμεσους τρόπους να προετοιμάσει το έδαφος για αυτό που είχε προσυμφωνήσει και, ταυτόχρονα, να δικαιολογηθεί ενώπιόν μας με πειστικές αφηγήσεις.
Μου ζήτησε να συγκληθούν οι Επιτροπές της Βουλής την ίδια ώρα που θα συνεδρίαζε η Κοινοβουλευτική Ομάδα. Το αρνήθηκα και του δήλωσα ότι οφείλει να αφήσει την Κοινοβουλευτική Ομάδα να αποφασίσει ποια στάση θα τηρήσει και οι Επιτροπές προγραμματίσθηκαν μετά το πέρας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας. Του ζήτησα επίσης να φροντίσει να υπάρχει το κείμενο στα Ελληνικά, διότι δεν θα μπορούσε να εισαχθεί αμετάφραστο στις Επιτροπές.
Όταν τελείωσε η συνεδρίαση των Επιτροπών, το βράδυ της 10ης Ιουλίου 2015, βρισκόμουν στο γραφείο μου, αναμένοντας να συνταχθεί και δημοσιευθεί η έκθεση των Επιτροπών, προκειμένου να συγκαλέσω τη Διάσκεψη των Προέδρων, ώστε να ορισθεί η Ολομέλεια. Είχα ενημερώσει τις Υπηρεσίες της Βουλής ότι θα συγκαλείτο κανονικά η Διάσκεψη και δεν θα παρακάμπτονταν, όπως έκαναν οι προκάτοχοί μου στα κατεπείγοντα- την ίδια διαδικασία είχα εξάλλου εφαρμόσει απαρεγκλίτως επί θητείας μου.
Την ώρα που έβγαιναν από το γραφείο οι συνεργάτες μου, εφόρμησαν μέσα στο γραφείο ο Ν. Βούτσης, τότε Υπουργός Εσωτερικών, ο Ν. Φίλης, τότε Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος, ο Χ. Μαντάς, τότε Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, ο Δ. Τζανακόπουλος, τότε και τώρα Διευθυντής Γραφείου Πρωθυπουργού και ο Γ. Μπαλάφας, τότε Β’ Αντιπρόεδρος της Βουλής.
Βούτσης και Φίλης ωρύονταν: «τι νομίζεις ότι κάνεις; Κάνεις πραξικόπημα»! φώναζε ο Ν. Βούτσης. «Θα σε τελειώσουμε, το κατάλαβες; Στο ξανάπα και θα γίνει», φώναζε ο Ν. Φίλης, χτυπώντας και οι δύο τα χέρια τους στο γραφείο μου. Είπα στον Ν. Βούτση να προσέχει πώς μου μιλάει και να μην μου ξανα-απευθύνει τη λέξη «πραξικόπημα», να αντιλαμβάνεται πού απευθύνεται και να συμπεριφέρεται αναλόγως. Ζήτησε συγγνώμη, είπε ότι παίρνει πίσω την λέξη «πραξικόπημα» και ότι μπορεί να διαφωνούμε πολιτικά. Ζήτησα από το Ν. Φίλη να περάσει έξω από το γραφείο μου (ήταν η δεύτερη φορά που με απειλούσε ότι «θα με τελειώσουν»), πράγμα που δεν έκανε και συνέχισε να απειλεί, να χτυπάει τα χέρια του στο γραφείο μου και να φωνάζει ότι θα με τελειώσουν και θα φύγω εγώ από το γραφείο αυτό. Ο Χ. Μαντάς ψέλλιζε «Όχι έτσι, Νίκο», ενώ Γ. Μπαλάφας και Δ. Τζανακόπουλος παρέμεναν σιωπηλοί.
Τους ρώτησα τι ακριβώς είναι αυτό που συμβαίνει και ο Ν. Βούτσης μου απάντησε «Διάβημα της Κυβέρνησης στην Πρόεδρο της Βουλής». Του απάντησα ότι αυτή δεν ήταν κυβερνητική σύνθεση ούτε θεσμική συμπεριφορά και τον ρώτησα ποιο ήταν το αντικείμενο του διαβήματος. Μου απάντησε «η επιθυμία του Πρωθυπουργού να ολοκληρωθεί γρήγορα η διαδικασία». Τους είπα ότι με τον Πρωθυπουργό μιλάω απ’ ευθείας και ρώτησα τον Δ. Τζανακόπουλο εάν ήταν εν γνώσει του Πρωθυπουργού αυτή η εφόρμηση. Απέφυγε να μου απαντήσει. Εγώ τότε συμπέρανα ότι ο Τσίπρας δεν γνώριζε. Και προφανώς έκανα λάθος.
Σε όλους είπα ότι θα ακολουθηθεί η προβλεπόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία, με σύγκληση της Διάσκεψης των Προέδρων και τους γνωστοποίησα ότι πρόθεση και πρότασή μου προς τη Διάσκεψη θα ήταν να μην συντμηθεί περαιτέρω η διαδικασία γιατί ήδη περνούσαμε σε αντικοινοβουλευτική λειτουργία. Μη έχοντας ουσιαστικό αντίλογο, αποχώρησαν.
Δεν ψήφισα την εξουσιοδότηση, όπως είχα άλλωστε ενημερώσει και τον Τσίπρα και την Κοινοβουλευτική Ομάδα. Έκανα ό,τι περνούσε απ’ το χέρι μου για να μην υπάρξει αυτή η άθλια συνθηκολόγηση. Έκανα ό,τι περνούσε από το χέρι μου για να αποτραπεί αυτή η συμφωνία- λαιμητόμος. Το έκανα λειτουργώντας δημόσια, ανοιχτά και θεσμικά. Δεν είχα ούτε δεύτερη ατζέντα, ούτε άλλες στοχεύσεις ούτε άλλες συνεννοήσεις, ούτε υπόγειες διαδρομές. Συναντήθηκα με τον Τσίπρα στις 23 Ιουλίου, ενώ ζητούσα να τον δω από τις 15 Ιουλίου. Μετά το πέρας της συνάντησής μας, όταν τον ρώτησα πώς θέλει να τοποθετηθούμε δημόσια, μου είπε: «Αυτοί θέλουν αίμα, το ζήτημα είναι να μην τους το δώσουμε». Βγαίνοντας απ’ το Μαξίμου, δήλωσα ότι «ο Πρωθυπουργός και εγώ είμαστε εγγυητές της συνοχής του ΣΥΡΙΖΑ». Την ίδια ώρα, απ’ το γραφείο Τσίπρα στο Μαξίμου έφευγε προς όλα τα ΜΜΕ non paper που μιλούσε για «θεσμική δυσαρμονία».
Έδωσα τη μάχη για την δημοκρατία και τη λαϊκή κυριαρχία δεχόμενη διαρκή πόλεμο, υπονόμευση, επιθέσεις που έφθασαν μέχρι τις φοβερές δηλώσεις Φλαμπουράρη περί «Φρόυντ και Μάρξ», την ίδια ημέρα που περνούσε το 3ο Μνημόνιο και ο «Αυγ-ιανιστής» Κουρής καλούσε με πρωτοσέλιδους πηχυαίους τίτλους τους γονείς μου «να με πάνε στον ψυχίατρο» και τον σύζυγό μου «να με μαζέψει». Στην δημόσια συνεδρίαση της Βουλής εγκάλεσα την Κυβέρνηση για αυτήν την στοχοποίηση και ο Ν. Βούτσης σήμερα με επιβεβαιώνει με τον πιο ευανάγνωστο τρόπο.
«Εμείς κάναμε εκλογές και η Ζωή έκανε μόνη της Βουλή», λέει ο κ. Βούτσης.
Και έτσι, υπενθυμίζει με τον καλύτερο τρόπο, πώς έπαιξαν με τους θεσμούς και με την εκλογική διαδικασία οι σημερινοί κυβερνώντες, ως αδίστακτοι πολιτικοί τυχοδιώκτες. Μεθόδευαν εκλογές την ίδια ώρα που κορόιδευαν την κεντρική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ ότι θα γίνει συνέδριο και δεν θα υπάρξουν εκλογές. Συμφωνούσαν με Παυλόπουλο και δανειστές για αντισυνταγματική σύντμηση των χρόνων και κρύβονταν από την Πρόεδρο της Βουλής, αφού την παραίτηση της Κυβέρνησης την πληροφορήθηκα από τα ΜΜΕ. Θέλησαν να αποκλείσουν την οποιαδήποτε δημόσια συνεδρίαση της Βουλής μετά τις 20 Αυγούστου και για αυτό μεθόδευσαν, σε συνεργασία με ΟΛΑ ανεξαιρέτως τα Κόμματα, και τη Χρυσή Αυγή, την έλλειψη απαρτίας σε Επιτροπές και Ολομέλεια, ώστε να μην συζητηθεί το πόρισμα της Επιτροπής Αλήθειας Δημοσίου Χρέους και η υπόθεση των Γερμανικών Οφειλών, όπως είχε αποφασισθεί από τον Ιούνιο. Κάποιοι κάναμε το καθήκον μας και κάποιοι υπηρετούσαν συμφέροντα, δικά τους και αλλότρια.
Τα παραπάνω αποτελούν μία απλή υπενθύμιση ορισμένων ενδεικτικών γεγονότων. Φυσικά, θα υπάρξει και συνολική καταγραφή και αποτύπωση, όπως μου επιβάλλει η ευθύνη μου. Ο λόγος, όμως, που ο κ. Βούτσης δεν μιλά για αυτά, δεν είναι, βέβαια, για να μην «φτύνει ο κόσμος την Αριστερά», αλλά για να μην φτύνει τους ίδιους ο κόσμος.
Χαίρομαι που μέσα από αυτή τη συνέντευξη, ο κ. Βούτσης εκθέτει στο πανελλήνιο το πραγματικό του πρόσωπο, την μοχθηρία και την υποκρισία με την οποία συμπεριφέρθηκε, αντιμετωπίζοντας συντρόφους του ως αντιπάλους και όχι ως συνοδοιπόρους. Μπορεί ο καθένας να φανταστεί πώς λειτούργησε αυτός ο άνθρωπος ως Γραμματέας της Κοινοβουλευτικής Ομάδας, όσο ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν στην Αξιωματική Αντιπολίτευση. Μπορεί ο καθένας και η κάθε μια να αντιληφθεί γιατί ο κ. Βούτσης είναι ο κατάλληλος για να ξαναφτιάξει «τη Βουλή που ξέρανε», κατά την ρήση Παυλόπουλου.
«Αρχή άνδρα δείκνυσι. Δεν ξέραμε τι σημαίνει», λέει ο κ. Βούτσης. Προφανώς. Και εξακολουθείτε να μην αντιλαμβάνεσθε με ποιον τρόπο η εξουσία αποκάλυψε κι αποκαλύπτει το πραγματικό σας πρόσωπο.
aek365.com/
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψη σας και ότι θέλετε χωρίς ύβρεις.