Του Δημοσθένη Κούκουνα
οικονομολόγοι, προσπαθούν να τα αποσιωπήσουν οι “ντόπιοι” την ίδια στιγμή που εξοντώνουν τον Ελληνικό λαό και εκποιούν την χώρα.
Μόνο θυμηδία μπορεί να προκαλεί η απότομη αφύπνιση του πολιτικού κόσμου σχετικά με τις Γερμανικές πολεμικές αποζημιώσεις η οποία έχει απασχολήσει πολλάκις στο παρελθόν, ενώ ακόμα και αν υπάρξει δικαίωση τα όποια ποσά θα είναι απείρως μικρότερα, από την πραγματική οφειλή, την τεκμηριωμένη οφειλή της Γερμανίας που προκάλεσε την οικονομική καταστροφή της χώρας σε βάθος δεκαετιών. Το περιβόητο “κατοχικό δάνειο” που ουδείς τολμά να φέρει ως θέμα, διότι απλούστατα δεν είναι ούτε “ηθικό”, ούτε “πολιτικό” αλλά καθαρά οικονομικό. Με συγκεκριμένη εκτίμηση, αποτίμηση και διαδικασία διεκδίκησης.
Οι “πολεμικές αποζημιώσεις” βλέπετε, προσπαθούν να αποτιμήσουν τις εκατοντάδες χιλιάδες ψυχές σε σημερινούς χρηματοοικονομικούς όρους, με άθλια δεδικασμένα διεθνώς που συνοδεύονται από “συγγνώμη”, χτύπημα στην πλάτη και “για όλα έφταιγαν οι ναζί”. Σκληρή η αλήθεια, αλλά μόνον το χρήμα έχει διαχρονική αξία και νόμους υπεράνω “ηθικής”. Ας επιστρατεύσουν λοιπόν οι κυβερνώντες την ηθική τους γιατί είναι το μόνο όπλο που θα τους οδηγήσει στο να κάνουν σωστά την δουλειά τους.
ΤΟ ΑΚΡΙΒΕΣ ΥΨΟΣ ΤΩΝ ΚΑΤΟΧΙΚΩΝ “ΔΑΝΕΙΩΝ”
Υπερβαίνει τα 510 δις € για τη Γερμανία
(υπολογίζεται με 2,5% επιτόκιο από το 1946, οπότε κατέστησαν ληξιπρόθεσμα κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης στο Παρίσι το 1946)
Επειδή κατά περιόδους έχουν λεχθεί πολλά για τα κατοχικά δάνεια και ιδιαίτερα για το ύψος που αντιπροσωπεύουν, θα ήταν πολύ χρήσιμο να γίνει ένας αντικειμενικός – επιστημονικός θα έλεγα – υπολογισμός, ώστε να γνωρίζουμε το πραγματικό ποσόν, φυσικά υπό την προϋπόθεση ότι το ζήτημα αυτό είναι υπαρκτό και η ελληνική αξίωση για την αποπληρωμή τους ρεαλιστική. Το καθήκον αυτό επαφίεται σε πιο ειδικούς οικονομολόγους και είναι όλως ατυχές που μέχρι σήμερα δεν βρέθηκε ένας αρμόδιος οιασδήποτε βαθμίδας να το πράξει ή ένας υπεύθυνος πολιτικός να αναθέσει σε μια επιτροπή εμπειρογνωμόνων μια εμπεριστατωμένη μελέτη.
Μετά την Απελευθέρωση ο αρμόδιος θεσμικός φορέας, η Τράπεζα της Ελλάδος, βάσει των σχετικών λογαριασμών που τηρούσε, προσδιόρισε το σύνολο των καταβολών που δόθηκαν από την αρχή στους κατακτητές σε όλο το διάστημα της Κατοχής. Το συνολικό ποσόν που αφορά τη Γερμανία ανέρχεται σε 1.617.781.093.648.819 δρχ. και στην Ιταλία σε 220.479.188.480 δρχ. Μετά την αφαίρεση των κατά τα διεθνή νόμιμα εξόδων κατοχής, όπως αυτά συμφωνήθηκαν με τους κατακτητές, η μεν Γερμανία έλαβε πέραν αυτών ως προκαταβολές 1.530.033.302.528.819 δρχ. και η Ιταλία αντίστοιχα 157.053.637.000 δρχ.[1]
Αυτά τα τελευταία ποσά είναι ακριβώς τα λεγόμενα κατοχικά δάνεια, που θα έπρεπε – κατά τις συμφωνίες Μαρτίου 1942 και Δεκεμβρίου 1942 – να επιστραφούν με τη λήξη του πολέμου. Αυτό είναι το κεφάλαιο του κατοχικού δανείου σε ονομαστική αξία και αυτή ήταν η βάση για να υπολογισθεί η οφειλή όταν θα γινόταν η εξόφληση, διότι το ακριβές ποσόν πρέπει να εξαχθεί με το μέτρο της τιμαριθμικής δραχμής. Εδώ τώρα τίθεται το ζήτημα ποιος είναι ο κανόνας του προσδιορισμού της.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, προκειμένου να έχει την εποχή εκείνη μια αρχική εκτίμηση, χρησιμοποίησε τη μέθοδο της αντιστοίχισης στην τιμή της χρυσής λίρας. Προσδιορίστηκε έτσι ότι η συνολική οφειλή της Γερμανίας ως προς τα κατοχικά δάνεια ανερχόταν σε 3.670.610 χρυσές λίρες, της δε Ιταλίας σε 835.616 χρυσές λίρες[2].
Εκ πρώτης όψεως η μέθοδος αυτή φαίνεται λογική, πλην όμως δεν είναι αντιπροσωπευτική, διότι η επίσημη τιμή της χρυσής λίρας ήταν διαφορετική από την ανεπίσημη – και φυσικά ήταν χαμηλότερη. Πέραν αυτού, η συμφωνία που επέβαλαν οι κατακτητές δεν όριζε συγκεκριμένη μέθοδο αποτιμαριθμοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν η μελετώμενη κατοχική περίοδος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Συνεπώς, η αναζήτηση της δίκαιης αποτίμησης του χρέους θα πρέπει να ακολουθήσει ασφαλέστερο υπολογισμό.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας, πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964[3] θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Ωστόσο, αν στηριζόμαστε στη συμφωνία του Μαρτίου 1942, που συνήφθη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στη Ρώμη, δεν πρέπει να αρχίσει η χρέωση από την ημερομηνία εκείνη, διότι σαφώς αναφερόταν ότι επρόκειτο περί ατόκου επιστροφής των καταβολών. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμφωνία εκείνη, διότι επ’ αυτής εδράζεται η ελληνική αξίωση. Διαφορετικά αν αγνοηθούν επιλεκτικά ορισμένοι όροι της, υπάρχει ο κίνδυνος να αδυνατίσει η θέση μας και να δοθούν επιχειρήματα για τη μη τήρησή της.
Από την άλλη μεριά δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, τον Απρίλιο 1964 το κεφάλαιο έφθανε έντοκα, ως προς τη Γερμανία πάντα, στις 32.800.000 χρυσές λίρες, οπότε με τις ίδιες αναλογίες (δηλαδή με επιτόκιο 4% και ετήσιο ανατοκισμό) το 2012 η συνολική οφειλή θα ήταν 215.513.819 χρυσές λίρες ή σε ευρώ 64.654.145.587 ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση Αγγελόπουλου για τα κατοχικά δάνεια της Γερμανίας που οφείλονται στην Ελλάδα[4].
Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Όπως προελέχθη, α) αγνοεί τον όρο της άτοκης επιστροφής κατά τη λήξη του πολέμου, και β) υπολογίζει επιτόκιο 4%. Ενδεχομένως το 1964, όταν έκανε τους υπολογισμούς του, το επιτόκιο να ήταν φυσιολογικό, πλην όμως προκειμένου για κρατικά δάνεια το ορθό θα ήταν 2,5% και όχι περισσότερο.
Επιλέγοντας αυτό το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και εκκινώντας τον ανατοκισμό από το 1946, χρονολογία που ανυπερθέτως, δηλαδή με τη λήξη του πολέμου που νοείται κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, θα έπρεπε το γερμανικό κράτος να επιστρέψει τις καταβολές που είχε λάβει καθ’ υπέρβαση των εξόδων κατοχής υπό σαφώς δανειακή μορφή και με την ανεπιφύλακτη δέσμευση επιστροφής των χρημάτων, καταλήγουμε σε άλλο ποσόν.
Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240 εκατ. δολαρίων), είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.
Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής[5], καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσόν. Έτσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.
Επί πλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 510.033.165.000 ευρώ.
Επομένως αυτό το ποσόν όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Υπό το πρόσχημα του διαμελισμού επλέχθη μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.
(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα “Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια”)
Εκ πρώτης όψεως η μέθοδος αυτή φαίνεται λογική, πλην όμως δεν είναι αντιπροσωπευτική, διότι η επίσημη τιμή της χρυσής λίρας ήταν διαφορετική από την ανεπίσημη – και φυσικά ήταν χαμηλότερη. Πέραν αυτού, η συμφωνία που επέβαλαν οι κατακτητές δεν όριζε συγκεκριμένη μέθοδο αποτιμαριθμοποίησης, πολύ δε περισσότερο όταν η μελετώμενη κατοχική περίοδος ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Συνεπώς, η αναζήτηση της δίκαιης αποτίμησης του χρέους θα πρέπει να ακολουθήσει ασφαλέστερο υπολογισμό.
Την άποψη ότι ο υπολογισμός του κατοχικού δανείου δεν είναι ορθός αν γίνει με τη βάση της χρυσής λίρας, πρώτος υποστήριξε ο καθηγητής Άγγελος Αγγελόπουλος, επιμένοντας ότι πιο ορθολογική και αντιπροσωπευτική είναι εκείνη του δολαρίου. Στην περίπτωση αυτή, πρόσθετε, κατά την εκτίμησή του το κεφάλαιο οριζόταν για τη Γερμανία σε 151 εκατ. δολάρια και μέχρι το 1964[3] θα έπρεπε να προστεθούν 177 εκατ. δολάρια για τόκους από 1ης Ιανουαρίου 1942, δηλαδή συνολικά 328 εκατ. δολάρια.
Ωστόσο, αν στηριζόμαστε στη συμφωνία του Μαρτίου 1942, που συνήφθη μεταξύ Γερμανών και Ιταλών στη Ρώμη, δεν πρέπει να αρχίσει η χρέωση από την ημερομηνία εκείνη, διότι σαφώς αναφερόταν ότι επρόκειτο περί ατόκου επιστροφής των καταβολών. Και δεν μπορούμε να αγνοήσουμε τη συμφωνία εκείνη, διότι επ’ αυτής εδράζεται η ελληνική αξίωση. Διαφορετικά αν αγνοηθούν επιλεκτικά ορισμένοι όροι της, υπάρχει ο κίνδυνος να αδυνατίσει η θέση μας και να δοθούν επιχειρήματα για τη μη τήρησή της.
Από την άλλη μεριά δεν είναι ορθολογική η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου, διότι χρησιμοποιεί μεθοδολογία που στην πραγματικότητα μειώνει το σύνολο της οφειλής με το να λαμβάνει εσφαλμένη εκκίνηση της οφειλής στα 151 εκατ. δολάρια, που τον Απρίλιο 1964 αντιστοιχούσαν σε 15.100.000 χρυσές λίρες ή κατ’ επέκταση το 2012 σε 4.530.000.000 ευρώ. Περαιτέρω, σύμφωνα με τον Αγγελόπουλο, τον Απρίλιο 1964 το κεφάλαιο έφθανε έντοκα, ως προς τη Γερμανία πάντα, στις 32.800.000 χρυσές λίρες, οπότε με τις ίδιες αναλογίες (δηλαδή με επιτόκιο 4% και ετήσιο ανατοκισμό) το 2012 η συνολική οφειλή θα ήταν 215.513.819 χρυσές λίρες ή σε ευρώ 64.654.145.587 ευρώ. Αυτή είναι η εκτίμηση Αγγελόπουλου για τα κατοχικά δάνεια της Γερμανίας που οφείλονται στην Ελλάδα[4].
Ωστόσο ο υπολογισμός αυτός έχει δύο βασικά μειονεκτήματα. Όπως προελέχθη, α) αγνοεί τον όρο της άτοκης επιστροφής κατά τη λήξη του πολέμου, και β) υπολογίζει επιτόκιο 4%. Ενδεχομένως το 1964, όταν έκανε τους υπολογισμούς του, το επιτόκιο να ήταν φυσιολογικό, πλην όμως προκειμένου για κρατικά δάνεια το ορθό θα ήταν 2,5% και όχι περισσότερο.
Επιλέγοντας αυτό το χαμηλό επιτόκιο του 2,5% και εκκινώντας τον ανατοκισμό από το 1946, χρονολογία που ανυπερθέτως, δηλαδή με τη λήξη του πολέμου που νοείται κατά τη Διάσκεψη Ειρήνης των Παρισίων, θα έπρεπε το γερμανικό κράτος να επιστρέψει τις καταβολές που είχε λάβει καθ’ υπέρβαση των εξόδων κατοχής υπό σαφώς δανειακή μορφή και με την ανεπιφύλακτη δέσμευση επιστροφής των χρημάτων, καταλήγουμε σε άλλο ποσόν.
Πλην όμως η εκτίμηση του καθηγητή Αγγελόπουλου το 1964, όσο και εκείνη του κατοχικού υπουργού Γκοτζαμάνη το 1952 (περί 240 εκατ. δολαρίων), είναι εσφαλμένες. Αγνοούν την ορθή αποτίμηση της αναγκαίας τιμαριθμικής βάσης, η οποία όντως είναι αρκετά περίπλοκη. Αρκεί μόνο να υπομνησθεί πόσο ακραίες και αιφνίδιες ανατιμήσεις βασικών ειδών γίνονταν τότε, ιδίως αν λάβουμε υπόψη ότι οι πραγματικές τιμές αγαθών απείχαν εξαιρετικά από τις επίσημες και πόσο δύσκολο είναι να αναπαρασταθούν ώστε να ληφθούν για να χρησιμοποιηθούν ως βάση υπολογισμών. Γι’ αυτόν τον λόγο αναζητήσαμε μια άλλη μεθοδολογία.
Η έρευνά μας προσανατολίστηκε διαφορετικά λοιπόν και με έναν συνδυασμό επίσημων και πραγματικών τιμών στα τρόφιμα και στα είδη καθημερινής χρήσης, της πραγματικής τιμής της χρυσής λίρας στην ελεύθερη αγορά, λαμβάνοντας υπόψη και τις αξίες των πωλουμένων ακινήτων, καθώς και άλλων δεικτών, περιλαμβανομένης και της γερμανικής οφειλής από τις ελληνικές εξαγωγές προς τη Γερμανία διαρκούσης της Κατοχής[5], καταλήξαμε σε διαφορετικό ποσόν. Έτσι, η πραγματική αποτίμηση του κατοχικού χρέους έφθασε την ημέρα που αποχώρησαν τα γερμανικά στρατεύματα στο συνολικό ύψος των εκατό δισεκατομμυρίων ευρώ, χωρίς να περιλαμβάνονται πολεμικές επανορθώσεις και αποζημιώσεις.
Αυτό είναι το ακριβές ποσόν και είναι βέβαιο ότι αν κάποτε η ελληνική κυβέρνηση αποφασίσει να ασχοληθεί με το ζήτημα και αναθέσει σε μια επιτροπή ειδικών να το ερευνήσει σε βάθος, τότε θα επαληθευθεί πλήρως η δική μας εκτίμηση.
Επί πλέον, θα πρέπει να αναφερθεί ότι ο όρος περί άτοκης σύντομης επιστροφής των κατοχικών δανείων ξεπεράστηκε όταν η οιονεί δανειακή σύμβαση κατέστη ληξιπρόθεσμη. Αυτό συνέβη με τη Διάσκεψη Ειρήνης του 1946 και από τότε τα δάνεια είναι έντοκα, ώστε το αρχικό κεφάλαιο των 100 δισεκατομμυρίων να ανέρχεται σήμερα, με χαμηλό επιτόκιο 2,5%, στα 510.033.165.000 ευρώ.
Επομένως αυτό το ποσόν όφειλε να έχει καταβάλει το μεταπολεμικό γερμανικό κράτος και αδιαφόρησε να το πράξει. Υπό το πρόσχημα του διαμελισμού επλέχθη μια σειρά επιχειρημάτων για να αποφύγει την αποπληρωμή των κατοχικών δανείων με την ανοχή ή συνενοχή των συμμαχικών κυβερνήσεων. Αρκετά χρόνια μετά τη Διάσκεψη Ειρήνης εφευρέθηκε το επιχείρημα ότι η Γερμανία δεν ήταν σε θέση να υπογράψει την τελική συνθήκη ειρήνης ενόσω ήταν διαμελισμένη. Αν ήταν καλόπιστος οφειλέτης η Δυτική Γερμανία, στο διάστημα των 44 χρόνων που μεσολάβησαν μέχρι να ενοποιηθεί θα μπορούσε να είχε καταβάλει το μερίδιο που της αναλογούσε, έστω και σταδιακά. Απέφυγε όμως να το πράξει, όπως απέφυγε και στα επόμενα χρόνια, αφού πλέον ήταν ενοποιημένη και δεν μπορούσε να επικαλεσθεί παρόμοιες αιτιάσεις.
(Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Δημοσθένη Κούκουνα “Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια”)
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Γράψτε ελεύθερα την άποψη σας και ότι θέλετε χωρίς ύβρεις.